- φλέως
- -ω, ο, ΝΑ, και φλέο, το, Ν, και φλέος, και ιων. τ. φλοῡς, και φλοῡν, τὸ, Ανεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων αγρωστωδών φυτώναρχ.είδος υδροχαρούς καλάμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού, αβέβαιης ετυμολ., η οποία απαντά με τις μορφές: φλέως, φλοῦς, φλέος, ενώ και μια μορφή θ. *φλειFο- μαρτυρείται στο τοπωνύμιο Φλειοῦς (πρβλ. το επίρρ. ΦλειFοντᾱθεν < *ΦλειFο- Fοντ-ᾱθεν [βλ. και -όεις < -εις < ρίζα -Fεντ-], καθώς και το μυκηναϊκό τοπωνύμιο perewote, που αντιστοιχεί σε τ. τοπικής ΦλειFοντει ή ΦληFοντει). Η λ. ανάγεται από πολλούς μελετητές στην ΙΕ ρίζα *bhle-u- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω» τού ρ. φλέω «είμαι γεμάτος χυμούς, είμαι ανθηρός» (βλ. λ. φλέω), άποψη η οποία μπορεί να αιτιολογηθεί, από σημασιολογική πλευρά, λόγω τής πλούσιας άνθησης τού φυτού (πρβλ. το ζεύγος βρύον: βρύω), ενώ, και από μορφολογική πλευρά, διευκολύνει την ερμηνεία τών ποικίλων μορφών με την αναγωγή σε θ. *φληF- τής εκτεταμένης βαθμίδας τής ρίζας *φλεF-, το οποίο εναλλάσσεται με το θ. *φλωF- τής εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας. Σύμφωνα με αυτά, ο τ. φλέως έχει προέλθει από *φληFος με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού F και αντιμεταχώρηση (πρβλ. λεώς < ληός / λᾱός), ο τ. φλέος από *φληFος με βράχυνση τού -η- πριν από φωνήεν (πρβλ. ἕως < ἠώς), ο τ. φλοῦς—μέσω αμάρτυρου *φλόος— από *φλωFος με βράχυνση τού -ω-, ενώ, τέλος, το θ. *φλειFο- προήλθε από τ. *φληF-yο- (πρβλ. ἱερηFιον > ἱερήιον> ἱερεῖον). Η άποψη αυτή, ωστόσο, παραμένει υποθετική, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί και η περίπτωση να πρόκειται για δάνεια λ.].
Dictionary of Greek. 2013.